-
1 πράκτωρ
A = πρακτήρ, one who does or executes, accomplisher, Ζεὺς ὅτου π. ;π. τῶν ἀκουσίων Antipho 3.2.6
; with fem. Subst.,Κύπρις.. τῶνδ' ἐφάνη π. S.Tr. 861
(lyr.).II official who executes a judgment for debt, esp. public debt, bailiff, IG12.75.49, al., Antipho 6.49, Decr. ap. And.1.77, D.25.28, IG12(8).51.9 (Imbros, ii B.C.), OGI 483.7 (Pergam.), Ev.Luc. 12.58;βασιλικὸς π. PSI4.335.2
(iii B.C.);τῶν ξενικῶν PTeb.5.222
(ii B.C.).2 collector of taxes, π. βαλανήου Ostr. in Wilcken Grundzüge p.213 (i A.D.), Ostr. 399 (i A.D.);π. ἀργυρικῶν PIand.29.1
(ii A.D.), BGU434.3 (ii A.D.), etc.;π. σιτικῶν PLond. 2.367a1
, al. (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πράκτωρ
-
2 παρατηρητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατηρητής
См. также в других словарях:
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
Μάτεσης, Αντώνιος — (Ζάκυνθος 1794 – Σύρος 1875). Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Θαυμαστής και μιμητής του Διονύσιου Σολωμού, έγραψε στίχους, στους οποίους διαφαίνεται ξεκάθαρα η επιρροή που δέχθηκε από εκείνον. Περίπου το 1830 έγραψε το πεζό θεατρικό έργο με τον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ξάνθης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης. Καλύπτει το δυτικό τμήμα της. Συνορεύει στα Δ με τους νομούς Καβάλας και Δράμας, στα Β με τη Βουλγαρία και στα Α με τον νομό Ροδόπης, ενώ στα Ν βρέχεται από το θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 1793 τ. χλμ. και πληθυσμό … Dictionary of Greek
αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης — (Άγιος Λαυρέντιος, Πήλιο 1835 – 1902). Μοναχός και λόγιος. Διδάχτηκε γραφή και ανάγνωση από τον εφημέριο του χωριού του. Το 1858 πήγε στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, όπου μόνασε επί δύο χρόνια και το 1868 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή. Το 1871 … Dictionary of Greek
ξενισμός — ο (Α ξενισμός) [ξενίζω] νεοελλ. 1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί τής αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων τής ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» ήλθε η κυρία β. «έλαβε χώραν» έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε) 2 … Dictionary of Greek